- αθρόνιαστος
- η , ο1) не занявший престол; 2) не устроившийся, не обосновавшийся (где-л.); 3) не усевшийся (в кресло)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αθρόνιαστος — η, ο 1. αυτός που δεν ενθρονίστηκε: Ο καινούριος βασιλιάς ήταν ακόμη αθρόνιαστος. 2. αυτός που δεν έχει καλά εγκατασταθεί κάπου: Καπάτσος όπως ήτανε, δεν έμεινε για πολύ αθρόνιαστος στην επιχείρηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθρόνιαστος — η, ο [θρονιάζω] 1. αυτός που δεν εγκαταστάθηκε, δεν τοποθετήθηκε σε θρόνο (αναφέρεται κυρίως σε αρχιερείς) 2. (για ναό) εκείνος που δεν εγκαινιάστηκε, στον θρόνο τού οποίου δεν κάθισε αρχιερέας για να τόν εγκαινιάσει … Dictionary of Greek